πολυζήτητος

πολυζήτητος
η , ο [ος , ον ] пользующийся большим спросом (о товарах, книгах и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πολυζήτητος" в других словарях:

  • πολυζήτητος — η, ο / πολυζήτητος, ον, ΝΜ περιζήτητος («πολυζήτητος θέσις», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζητῶ (πρβλ. περιζήτητος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυζήτητος — η, ο αυτός που ζητιέται πολύ, ο αγαπητός, ο περιζήτητος: Πολυζήτητος γαμπρός. – Πολυζήτητα μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυζητησία — ἡ, Μ [πολυζήτητος] 1. αναζήτηση με πολλή φροντίδα, με πολύ ζήλο 2. ποικίλη έρευνα («πέρας δέχοιο τῆς πολυζητησίας», Στουδ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»